Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η παιδεία από “πρώτη προτεραιότητα” στην έσχατη θέση. Τα αυτονόητα της έκθεσης Pearson και ορισμένα ερωτήματα που περιμένουν απαντήσεις.

Του Γιάννη Μπέτσα*
Η κατάταξη της Ελλάδας σε μια σειρά παραμέτρων που σχετίζονται με την εκπαίδευση και αξιολογεί στις ετήσιες αναφορές του ο διεθνής οίκος Pearson αποτελεί για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ μια απολύτως αναμενόμενη εξέλιξη. Εδώ και δεκαετίες η χώρα διαθέτει στην εκπαίδευση αναλογικά το μικρότερο ποσοστό επί των κρατικών δαπανών, σε σχέση με όλες τις χώρες που σήμερα συναπαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση των 28. Στο διάστημα 1980-2005 η χώρα δαπανούσε μεσοσταθμικά για την εκπαίδευση το 6,4% του κρατικού της προϋπολογισμού, βρισκόμενη στην τελευταία θέση της σχετικής κατάταξης, ενώ στην αμέσως επόμενη θέση βρίσκεται η Τσεχία με 9,23%. Το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυμαίνεται για το διάστημα αυτό στο 11,7%, με χώρες όπως η Κύπρος, η Εσθονία, η Λιθουανία να προσεγγίζουν ή και να ξεπερνούν το -πάλαι ποτέ αίτημα- 15% για την παιδεία. Πρόκειται για τεράστια απόκλιση από την ευρωπαϊκή αλλά και τη διεθνή κανονικότητα!
Τα στοιχεία είναι συντριπτικά και αναδεικνύουν περίτρανα πως σε όλο αυτό το διάστημα κυριάρχησε η αδιαφορία, περίσσεψε η υποκρισία, που φαλκίδευσε το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Την ίδια ώρα που οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου χρηματοδοτούσαν την παιδεία με υποδιπλάσια περίπου ποσά απ’ αυτά που θα έπρεπε να διαθέσουν, αν απλά ανταποκρίνονταν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ανερυθρίαστα δήλωναν πως για αυτές η παιδεία αποτελεί «πρώτη προτεραιότητα», «επένδυση στη γνώση και τη νέα γενιά», «ακρογωνιαίο λίθο της κυβερνητικής πολιτικής». Μια απλή περιδιάβαση στο διαδίκτυο αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Καθώς τα δεδομένα για την υποχρηματοδότηση της ελληνικής εκπαίδευσης εγγράφονται σε ένα πλαίσιο υψηλής εκπαιδευτικής ζήτησης, υπερεκπαίδευσης θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, συνδέονται αιτιακά με μια σειρά από εκπαιδευτικές και κοινωνικές παρενέργειες. Για τον εκσυγχρονισμό του σχολείου και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του η επαρκής χρηματοδότηση αποτελεί αναγκαία συνθήκη. Αντίθετα, η υποχρηματοδότηση επιφέρει ως αποτέλεσμα την ποιοτική υποβάθμιση της εκπαίδευσης που εντοπίζεται τόσο στις υποδομές όσο και στις υπηρεσίες του συστήματος. Επί δεκαετίες η πολιτεία αποστερεί από τους έλληνες μαθητές του δημόσιου σχολείου το δικαίωμα σε μια ποιοτική εκπαίδευση, καθώς προσφέρει ακατάλληλες κτιριακές εγκαταστάσεις και υλικοτεχνικές υποδομές, απαρχαιωμένα μορφωτικά αγαθά, λειψές υπηρεσίες, ανεπαρκές και υποβαθμισμένο δίκτυο τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Τους αποστερεί, επίσης, από επαρκώς καταρτισμένους εκπαιδευτικούς, ειδικό επιστημονικό προσωπικό. Υπηρεσίες που δεν παρέχονται από το σχολείο ή παρέχονται με προδιαγραφές χαμηλής ποιότητας καλούνται στην πραγματικότητα οι οικογένειες να τις εξασφαλίσουν για τα παιδιά τους στην ιδιωτική αγορά παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Η στρέβλωση της παραπαιδείας σε συνδυασμό με την εγκληματική υποχρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος, ως πάγια χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος, υποσκάπτουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, αναπαράγουν και διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, οδηγούν σε εκπαιδευτικό και, δυνάμει, σε κοινωνικό αποκλεισμό.
Η έρευνα «Η καμπύλη της μάθησης» αξιοποιώντας ποσοτικά στοιχεία που συλλέγονται σε παγκόσμιες βάσεις δεδομένων, όπως αυτές της UNESCO, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, αξιολογεί τις επιδόσεις των χωρών στην εκπαίδευση σε σχέση με τους πόρους που διατίθενται (οικονομικούς και ανθρώπινους) και τα εκπαιδευτικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που αναμένεται να αποδώσει το εκπαιδευτικό σύστημα. Αποτελεί μια έρευνα που αντλεί το εννοιολογικό και το θεωρητικό της πλαίσιο από τη δημοφιλή θεωρία των συστημάτων και ως τέτοια έχει ιδιαίτερη αξία, παρά τις όποιες επιστημολογικές ή μεθοδολογικές ενστάσεις μπορεί κανείς να εγείρει. Δυστυχώς, για την περίπτωση της Ελλάδας, η παρατήρηση που προκύπτει αβίαστα είναι πως μάλλον ευνοεί την κατάταξή της η από το 2005 και εξής παντελής έλλειψη στοιχείων στις διεθνείς βάσεις δεδομένων για τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που διατίθενται στο εκπαιδευτικό σύστημα (δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση ως ποσοστό των κυβερνητικών δαπανών, δημόσια δαπάνη ανά μαθητή και ανά φοιτητή της τριτοβάθμιας ως ποσοστό του κατά κεφαλή ΑΕΠ, προσδόκιμο της διάρκειας φοίτησης από την πρωτοβάθμια στην τριτοβάθμια, αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια, αποδοχές εκπαιδευτικών). Αυτονόητα, η κατάταξη θα ήταν δυσχερέστερη, αν υπήρχαν δεδομένα και για την περίοδο 2005-2012.
Αλήθεια, για ποιο λόγο τα στοιχεία αυτά για την Ελλάδα δεν είναι διαθέσιμα, όταν κανείς μπορεί να τα εντοπίσει ακόμη για χώρες όπως το Ιράν ή την Ουγκάντα; Ενδιαφέρθηκε άραγε κανείς από τους ιθύνοντες για το ότι η χώρα φαίνεται πλέον απούσα στις διεθνείς και ευρωπαϊκές βάσεις εκπαιδευτικών δεδομένων; Βέβαια, τα ερωτήματα αυτά αναφέρονται μάλλον στα επιφαινόμενα της εκπαιδευτικής μας πολιτικής. Μεγαλύτερης σημασίας είναι να υπάρξουν απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα: Για ποιους λόγους υπήρξε σταθερή επιλογή των πολιτικών ηγεσιών να υποχρηματοδοτείται η δημόσια εκπαίδευση την τελευταία τριακονταετία, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες και δεσμεύσεις; Ποια στρατηγική υπαγόρευσε να υπολείπεται χαρακτηριστικά η χώρα ως προς τις δαπάνες για την εκπαίδευση από την ευρωπαϊκή και διεθνή κανονικότητα; Κι αν, όπως υποστήριξε σε σχετική του ανακοίνωση το υπουργείο της παιδείας, «το εκπαιδευτικό μας σύστημα, εδώ και πολλά χρόνια, ήταν χωρίς στρατηγική, αντιπαιδαγωγικό και αντιαναπτυξιακό και αυτό ήταν μία από τις βασικότερες δομικές αιτίες της κρίσης που βιώνουμε σήμερα», ποιοι στρατηγικοί, παιδαγωγικοί και αναπτυξιακοί λόγοι υπαγορεύουν τα τελευταία χρόνια να διατίθενται όλο και χαμηλότερα ποσοστά επί των δημοσίων δαπανών για την εκπαίδευση; Ας δοθούν επιτέλους απαντήσεις στους πολίτες που για ευνόητους λόγους δεν επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση, αλλά επιμένουν να εμπιστεύονται τα παιδιά τους στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα!



*Ο Γιάννης Μπέτσας είναι Επίκουρος Καθηγητής της Ιστορίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Να γκρεμίσουμε το είδωλο των Πανελλαδικών εξετάσεων!

Να γκρεμίσουμε το είδωλο των Πανελλαδικών εξετάσεων! του Γιάννη Μπέτσα* Το Μάιο του 1902 κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Εστία το βιβλίο του Φώτη Φωτιάδη «Το γλωσσικόν ζήτημα κ’ η εκπαιδευτική μας αναγέννησις», το οποίο όρισε την εμφάνιση του εκπαιδευτικού δημοτικισμού ως κινήματος για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη ριζική επαναθεμελίωση της εκπαίδευσής της. Έγραφε, λοιπόν, τότε ο Φωτιάδης: « είτε δημοτική είτε καθαρεύουσα είτε αλληλοδιδακτική είτε πανεπιστημιακή είτε ελληνοσχολική είτε γυμνασιακή είτε χωριάτικη είτε αστική, η ελληνική εκπαίδευσις είναι όχι κατωτέρα, μέση και ανωτέρα, αλλά κάτω, κατωτέρα και κατωτάτη. Έχει τρία στάδια ναρκώσεως. Συγχίζει [ sic ] εις το πρώτον, σκοτίζει εις το δεύτερον, σκοτώνει εις το τρίτον. Ο λόγος είναι απλούστατος. Από το σχολείον της γειτονιάς έως το Πανεπιστήμιον περιφέρεται με το χλωροφόρμιον της καθαρευούσης στα χέρια και αυτό μας χώνει ακατάπαυστα στη μύτη ». Απέναντι σε αδιέξοδα που για δεκαετίες είχαν σωρευτεί και είχαν

Στην Ευρώπη του 2020. Περιφέρεια χωρίς Πανεπιστήμιο;

Στην Ευρώπη του 2020. Περιφέρεια χωρίς Πανεπιστήμιο; (του Γιάννη Μπέτσα*) Η νέα ευρωπαϊκή Στρατηγική «Ευρώπη 2020» (διάδοχος της Στρατηγικής Λισσαβόνας) καθορίζει ως προτεραιότητες τρεις αλληλένδετες πτυχές της ανάπτυξης: την έξυπνη ανάπτυξη, που σημαίνει ενίσχυση της γνώσης και της καινοτομίας, τη βιώσιμη ανάπτυξη, μέσω της προώθησης μιας πιο πράσινης και πιο ανταγωνιστικής οικονομίας, στην οποία οι πόροι χρησιμοποιούνται πιο αποδοτικά, την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, μια οικονομία με υψηλά ποσοστά απασχόλησης που επιτυγχάνει οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Μέσω των προτεραιοτήτων αυτών προσδοκάται η Ε.Ε. να αντεπεξέλθει της οικονομικής κρίσης και να επιτύχει την πολιτική συνοχή. Ζωτικής σημασίας προκλήσεις, η επιτυχής αντιμετώπιση των οποίων θα προσδιορίζει το μέλλον της κοινής ευρωπαϊκής προσπάθειας και την ποιότητα ζωής των μελλοντικών γενεών, αποτελούν, σύμφωνα με τη Στρατηγική «Ευρώπη 2020», η δημογραφική απειλή, το ανεπαρκώς εκπ

Ο φασισμός και οι εργάτες της πέννας

Σαν σήμερα Γλέζος και Σάντας κατέβασαν την σβάστικα από την Ακρόπολη. 63 χρόνια μετά η οικογένεια του Απόστολου Σάντα διαμηνύει πως ο Φασισμός ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ… ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ!. Ο Μανόλης Γλέζος εκλέγεται πρώτος σε ψήφους ευρωβουλευτής. Η σβάστικα, ωστόσο, ξεθάβεται και πάλι. Πριν από μερικές μέρες, κατακρεούργησε έναν συνάνθρωπό μας. Σήμερα, βεβήλωσε το εβραϊκό νεκροταφείο στη Θεσσαλονίκη. Αύριο και μεθαύριο; Σαν αύριο και μεθαύριο, πριν από 63 χρόνια, οι εφημερίδες της εποχής βυσσοδομούσαν κατά των συμφερόντων του ελληνικού λαού και, προστατεύοντας ανίερα συμφέροντα, παρίσταναν τα καλά παιδιά στους Γερμανούς. Η Βραδυνή του Λέοντα Μπορτόλη σε πρωτοσέλιδο άρθρο της με τίτλο «Η Σημαία», αποφαινόταν: « Δεν είνε δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξήρεσαν, εν ώρα νυκτός, τη Γερμανικήν Σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Πάντως δεν είναι δυνατόν να ήσαν Έλληνες που αγαπούν το έθνος των. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα